Ο κ. Τσίγκης χαρακτήρισε την υφιστάμενη διαμόρφωση της αγοράς «κλειστό κύκλωμα», τονίζοντας ότι δεν πρόκειται να οδηγήσει σε μείωση τιμών για τα νοικοκυριά. Όπως εξήγησε, οι ιδιώτες προμηθευτές προτιμούν να πωλούν ενέργεια σε μεγάλους εμπορικούς καταναλωτές, όπως υπεραγορές και καταστήματα, παρά σε οικιακούς χρήστες, αφού αυτό τους αποφέρει μεγαλύτερο όφελος.
«Στην πραγματικότητα η αγορά ανοίγει μόνο στα χαρτιά και στα computer», σημείωσε, υπογραμμίζοντας ότι η Κύπρος ακολούθησε ένα μοναδικό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα μοντέλο, αντί του συστήματος single buyer, με αποτέλεσμα να μην πετύχει τον στόχο της μείωσης τιμών μέσω ΑΠΕ.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην έλλειψη υποχρεωτικής αποθήκευσης ενέργειας, μέτρο που είχε αρχικά προβλεφθεί το 2017 αλλά αφαιρέθηκε από τους κανονισμούς, με έγκριση της ΡΑΕΚ το 2021. «Σήμερα έχουμε 400 MW μεγάλα έργα ΑΠΕ και άλλα 300 MW από οικιακά συστήματα, χωρίς να διαθέτουμε κεντρικό σύστημα αποθήκευσης», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, καυτηρίασε τις περικοπές που εφαρμόζονται δυσανάλογα, αφού –όπως τόνισε– η σχετική ευρωπαϊκή οδηγία αφορά κατανάλωση άνω των 400 kW, ενώ στην Κύπρο εφαρμόζεται από τα 30 kW, με αποτέλεσμα να πλήττονται μικρότερες επιχειρήσεις και τελικά τα νοικοκυριά.
Αναφερόμενος στο σύστημα net metering, ο κ. Τσίγκης υποστήριξε πως είναι «προς όφελος του κόσμου» και ζήτησε τη συνέχισή του τουλάχιστον μέχρι τα 4 kW. Υπενθύμισε ότι το Υπουργείο Ενέργειας έδωσε πρόσφατα παράταση στο σχέδιο έως το τέλος του χρόνου, λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος – με περίπου 5.000 νέες αιτήσεις που αντιστοιχούν σε 6-8 MW επιπλέον δυναμικότητας.
Κατά τον ίδιο, οι αντιδράσεις προέρχονται κυρίως από μεγάλους παραγωγούς που ανησυχούν για περισσότερες περικοπές. «Αντί να τους υποχρεώσουν να προχωρήσουν σε αποθήκευση, στρέφονται κατά των οικιακών εγκαταστάσεων», είπε.
Ο κ. Τσίγκης τόνισε ότι η ουσία δεν βρίσκεται στη δημιουργία μεγάλων έργων αλλά στη μείωση του κόστους ηλεκτρισμού για τον πολίτη. Επεσήμανε δε ότι το ισχύον μοντέλο αποκλείει τον οικιακό καταναλωτή από το να διαθέσει το περίσσευμα ενέργειας που παράγει σε ιδιώτη προμηθευτή, κάτι που χαρακτήρισε «απαράδεκτο».