Από τα όνειρα που έμειναν ανολοκλήρωτα μέχρι τους χαμηλούς μισθούς, το υψηλό κόστος ζωής και την αδυναμία δημιουργίας οικογένειας, η μαρτυρία της αποτυπώνει με έντονα συναισθηματικό τρόπο την απογοήτευση αλλά και την ανάγκη για αλλαγές.
Ακολουθεί αυτούσια η ανάρτηση της 32χρονης:
Είμαι 32 χρονών, χωρίς παιδιά, και ζω τα τελευταία 9 χρόνια με τον σύντροφό μου στο πατρικό σπίτι προπάππου μου.( παλια σπιτια φτιαγμένα απο πλιθάρι και παντζουρια ξύλινα) Έχουμε καταφέρει να φτιάξουμε μόνο ένα μικρό δωμάτιο (στουτιο) με ένα κρεβάτι, μια κουζινούλα και ένα μπάνιο. Δεν υπάρχει καν χώρος για περισσότερα. Ζούμε έτσι εδώ και 7 χρόνια, με την ελπίδα κάποια στιγμή να αποκτήσουμε το δικό μας σπίτι και να κάνουμε οικογένεια.
Από μικρή ονειρευόμουν να γίνω αισθητικός. Τελείωσα το κολέγιο, δουλεύοντας παράλληλα σε πρακτορείο στοιχημάτων και καφετέριες για να καλύψω τα έξοδά μου, και κατάφερα να ανοίξω το δικό μου ινστιτούτο. Δυστυχώς, οι οικονομικές συνθήκες στην Κύπρο με διέψευσαν. Ήταν η εποχή του «κουρέματος», ο κόσμος περνούσε μεγάλες δυσκολίες, πολλές φορές έμενα απλήρωτη από πελάτες και τελικά αναγκάστηκα να το κλείσω.
Για αρκετά χρόνια δούλευα στον ιδιωτικό τομέα, ως πωλήτρια. Εκμετάλλευση, εξαντλητικά ωράρια χωρίς Σαββατοκύριακα, αργίες με έναν μισθό που μετά βίας κάλυπτε τα βασικά. Από μικρή, ο πατέρας μου αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που τον άφησε ανάπηρο. Έτσι, το μοναδικό εισόδημα στο σπίτι ήταν ο μισθός της μητέρας μου, η οποία έπρεπε ταυτόχρονα να φροντίζει και τα τρία παιδιά της.
Αφού αναζητούσα μια καλύτερη εργασία, κάποια στιγμή με κάλεσαν να δουλέψω ως καθαρίστρια στον δημόσιο τομέα.
Πήγα με χαρά, χωρίς καν να ρωτήσω τον μισθό, πιστεύοντας πως τουλάχιστον θα έπαιρνα τον βασικό και πως επιτέλους θα είχα τα Σαββατοκύριακα ελεύθερα για να περνώ χρόνο με την οικογένεια και τους φίλους μου. Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική: λιγότερα από 600 ευρώ τον μήνα, τρέχοντας από κτίριο σε κτίριο με το δικό μου αυτοκίνητο και χωρίς καμία ουσιαστική στήριξη. Το 2024, ο μισθός μου ορίστηκε στα €840 καθαρά, ποσό που παραμένει μέχρι και σήμερα. Αυτοί που παλιότερα φώναζαν ότι πρέπει να δίνεται ο κατώτατος μισθός, το εφάρμοσαν τελικά το 2024.
Και αναρωτιέμαι: έτσι είναι η ζωή που μας αξίζει ως νέοι άνθρωποι; Εργαζόμαστε σκληρά, αλλά ο μισθός δεν φτάνει για τίποτα στη σημερινή εποχή. Ζούμε με το άγχος, με την κατάθλιψη, γιατί νιώθουμε ότι το μέλλον μας είναι κλειστό. Πέφτω να κοιμηθώ και κλαίω, γιατί ενώ το όνειρό μου είναι να αποκτήσω παιδιά, δεν τολμώ να φέρω ένα παιδί στον κόσμο για να βασανίζεται μαζί μου.
Τα ενοίκια είναι πανάκριβα, τα σπίτια απλησίαστα, οι τράπεζες μας στραγγαλίζουν με τόκους, οι μισθοί μένουν χαμηλοί. Ζούμε χωρίς ελπίδα και χωρίς προοπτική.
Ακούω συχνά μεγαλύτερους να λένε: «Και εμείς περάσαμε δυσκολίες». Όμως η αλήθεια είναι ότι σήμερα η νέα γενιά περνά τις περισσότερες δυσκολίες. Το πρόβλημα της στέγασης, το κόστος ζωής, η διαφθορά που ακούμε καθημερινά… όλα αυτά μας συνθλίβουν.
Κάποτε πρέπει να πούμε φτάνει πια. Δεν γίνεται να συνεχίζουμε να ζούμε έτσι, σιωπηλά. Είναι καιρός να ξεσηκωθούμε, να φωνάξουμε και να απαιτήσουμε μια καλύτερη ζωή. Γιατί το μέλλον μας δεν πρέπει να είναι γεμάτο μόνο από αγώνα, θυσίες και δάκρυα, αλλά και από αξιοπρέπεια, όνειρα και ελπίδα.