Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας θα εκδώσει την Δευτέρα, 24 Σεπτεμβρίου, την απόφαση του στις ενστάσεις που ήγειρε η υπεράσπιση της Marfin Investment Group(MIG), εκ των κατηγορουμένων στην υπόθεση Focus, αναφορικά με τα τεκμήρια της υπόθεσης που παραλήφθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι συνήγοροι της MIG ήγειραν ενστάσεις στην κατάθεση από την Κατηγορούσα Αρχή, δώδεκα συνολικά τεκμηρίων που αφορούν σε έγγραφα και ψηφιακούς δίσκους τα οποία παραλήφθηκαν από τις βρετανικές αρχές.
Η υπεράσπιση αμφισβήτησε τη νομιμότητα της διαδικασίας λήψης των εν λόγω τεκμηρίων, γεγονός που οδήγησε το Κακουργιοδικείο να διατάξει τη διεξαγωγή Δίκης εντός Δίκης(ΔΕΔ) για εξέταση των τεσσάρων λόγων ένστασης που προέβαλε και έχουν ως εξής:
Δεν υπάρχει συσχετισμός τεκμηρίων και αιτημάτων κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα του 1959 η οποία κυρώθηκε από την Κύπρο με τον Νόμο 2(III)/2000.
Έχει ακολουθηθεί ανορθόδοξη διαδικασία ,και πάλι κατά παράβαση του Ν.2(ΙΙΙ)/2000, αφού έγγραφα τα οποία αποστάληκαν εν τέλει από τις αγγλικές αρχές είχαν «προσφερθεί» να δοθούν οικειοθελώς στις αγγλικές αρχές από διάφορα άτομα στην Αγγλία και ακολούθως οι αγγλικές αρχές ζήτησαν από τις κυπριακές Αρχές νέο «καλυπτικό» αίτημα δικαστικής συνδρομής για να νομιμοποιεί την παράδοση και αποστολή των εν λόγω εγγράφων.
Σε σχέση με τα τεκμήρια που ζητείται να κατατεθούν έχει υπάρξει παραβίαση του απορρήτου της αλληλογραφίας ενώ δεν φαίνεται να έχει υπάρξει διάταγμα αγγλικού δικαστηρίου που να αίρει το απόρρητο της αλληλογραφίας.
Όσον αφορά συγκεκριμένα τεκμήρια, αυτά περιέχουν άσχετη μαρτυρία και συγκεκριμένα περιέχουν συνεντεύξεις προσώπων που δεν αναφέρονται ως μάρτυρες κατηγορίας στο κατηγορητήριο και ,πρόσθετα, παρά το ότι οι δίσκοι έχουν δοθεί στην υπεράσπιση δεν ανοίγουν και δεν ακούγονται.
Η Κατηγορούσα Αρχή εκφράζει τη θέση ότι όλα τα πιο πάνω τεκμήρια συλλέχθηκαν νόμιμα από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την εκτέλεση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής και στη συνέχεια απεστάλησαν στην Αστυνομία Κύπρου.
Η Κατηγορούσα Αρχή στα πλαίσια της υποχρέωσής της να αποδείξει ότι η λήψη των εν λόγω τεκμηρίων έγινε νόμιμα παρουσίασε ως μάρτυρα της τον επικεφαλής της ανακριτικής ομάδας διερεύνησης της υπόθεσης, Υπαστυνόμο του ΤΑΕ Γεώργιο Ανδρέου, ο οποίος είχε αναφερθεί εκτενώς στα αιτήματα δικαστικής συνδρομής που συντάχθηκαν από την Αστυνομία και προωθήθηκαν προς τις αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.
Ως μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν επίσης ο Λοχίας του ΤΑΕ Μόρφου Νικόλας Φουλλίδης, ο οποίος αποσπάστηκε στην ειδική ανακριτική ομάδα που διερευνά τα αίτια της κατάρρευσης της κυπριακής οικονομίας και ήταν επιφορτισμένος με την παραλαβή και τη διαχείριση των τεκμηρίων της Focus, ως επίσης και η λειτουργός του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως Μαρία Μούντη, η οποία ήταν υπεύθυνη για τη διαβίβαση των αιτημάτων δικαστικής συνδρομής προς τις βρετανικές αρχές.
Κατά τη σημερινή ακροαματική διαδικασία, οι δύο πλευρές προέβησαν στις τελικές τους αγορεύσεις με τις θέσεις τους και το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφαση του στις 24 Σεπτεμβρίου.
Στην γραπτή του αγόρευση, ο Εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά τη αποστολή των τεκμηρίων στη Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη της κατάθεσης τους στα πλαίσια της κυρίως δίκης, παραθέτοντας μια σειρά από λόγους.
Υποστηρίζει πως «ακόμη όμως κι αν ήθελε κριθεί ότι η αποστολή των τεκμηρίων στη Κύπρο έγινε κατά παράβαση της σχετικής ρύθμισης, εισηγούμαστε ότι η κατάθεσή τους δύναται να επιτραπεί αφού σε τέτοια περίπτωση θα υφίσταται παράβαση νόμου, η οποία επιτρέπει στο Δικαστήριο κατά την άσκηση διακριτικής εξουσίας και αξιολογώντας την αποδεικτική αξία του τεκμήριου σε συνάρτηση με τα τυχόν δυσμενή επακόλουθα που επέφερε η διαπιστωθείσα παράβαση στον κατηγορούμενο, να κάνει δεκτή τη μαρτυρία».
«Ευσεβάστως εισηγούμαστε ότι ουδέν τέθηκε από την υπεράσπιση που να δεικνύει ότι σε περίπτωση αποδοχής των τεκμήριων θα επηρεαστούν δυσμενώς τα δικαιώματα των κατηγορουμένων, ζήτημα που κρίνεται κατά τρόπο συγκεκριμένο και όχι γενικό και αόριστο», καταλήγει.
Από την πλευρά της, η υπεράσπιση εκφράζει τη θέση ότι τα συγκεκριμένα τεκμήρια δεν θα πρέπει να κατατεθούν στην κύρια δίκη, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι « σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποφανθεί ότι πράγματι έχει υπάρξει παραβίαση των προνοιών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα του 1959 το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει ότι παρά την παράβαση νομοθετικών διατάξεων το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να επιτρέψει την κατάθεση της υπό ένσταση μαρτυρίας».
«Είναι εισήγηση μας ότι δεν έχει τέτοια εξουσία γιατί ο συγκεκριμένος Νόμος 2(ΙΙΙ)/2000 είναι κυρωτικός νόμος και σύμφωνα με το άρθρο 169 του Συντάγματος έχει αυξημένη ισχύ έναντι οιουδήποτε ημεδαπού νόμου. Ο κυρωτικός δηλαδή ,ως ημεδαπός νόμος, δεν υποβιβάζει την αυξημένη ισχύ της σύμβασης που κυρώνει», αναφέρουν στη γραπτή αγόρευση τους οι συνήγοροι της MIG.
Σημειώνουν επίσης ότι «σε περίπτωση που οι πιο πάνω ενστάσεις της απορριφθούν επιφυλάσσει το δικαίωμα της να εγείρει περαιτέρω ενστάσεις σε σχέση με την κατάθεση των εν λόγω τεκμηρίων, ενστάσεις οι οποίες δεν μπορούσαν να εγερθούν στα πλαίσια και για τους σκοπούς της δίκης εντός δίκης αλλά και επειδή η ένσταση αυτή προήλθε από μαρτυρία που προσάχθηκε στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας της ΔΕΔ».
Συγκεκριμένα, καταλήγει η υπεράσπιση, « η πλευρά μας θα ισχυριστεί ότι στα πλαίσια Δικαστικής Συνδρομής δεν έχουν ακολουθηθεί οι επιτακτικές πρόνοιες του άρθρου 15.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα του 1959 ως επίσης και ότι κακώς εκδόθηκαν στην Κύπρο τα διατάγματα για πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο επικοινωνίας και άρση του απορρήτου επικοινωνίας».
Να σημειωθεί ότι είναι η δεύτερη δίκη εντός δίκης που διεξάγεται στα πλαίσια αυτής της υπόθεσης μετά από ένσταση της υπεράσπισης για την κατάθεση τεκμηρίων. Η πρώτη αφορούσε τα τεκμήρια της υπόθεσης που είχαν παραληφθεί από τις ελληνικές αρχές για τα οποία τα δικαστήριο αποφάνθηκε στις 6/8 ότι η παραλαβή τους έγινε νομότυπα, απορρίπτοντας τις ενστάσεις της υπεράσπισης.
Η υπόθεση αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό δωροδοκία του πρώην Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Χριστόδουλου Χριστοδούλου με €1 εκ. από την εταιρεία Focus. Κατηγορούμενοι στην υπόθεση εκτός από τον κ. Χριστοδούλου, είναι ο Μιχάλης Ζολώτας, η κόρη του κ. Χριστοδούλου, Αθηνά Χριστοδούλου, ο πρώην σύζυγος της Ανδρέας Κιζουρίδης και ο Μιχάλης Φόλε ως επίσης και οι εταιρείες Α. C. Christodoulou Consultants Ltd, Marfin Invesment Group - MIG (πρώην Marfin Financial Group - MFG) και Focus MaritimeCorp. ως νομικά πρόσωπα.
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν 24 συνολικά κατηγορίες, σε σχέση με αδικήματα διαφθοράς, δεκασμού, δωροδοκίας, δωροληψίας, κατάχρησης εξουσίας, κατάχρησης εμπιστοσύνης και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση ήταν επίσης ο Κυριάκος Μάγειρας, για τον οποίον το Εφετείο Αθηνών αποφάσισε τη μη έκδοση του στην Κύπρο, ως επίσης και ο Ανδρέας Βγενόπουλος ο οποίος απεβίωσε.
Από ΚΥΠΕ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:
• Τουρισμός: Ιστορικό ρεκόρ εσόδων - Ξεπέρασαν τα €2 δισ. - Ποιοι ξόδεψαν τα περισσότερα
Ακολουθήστε το Tothemaonline.com στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις