Το λέω και θα το λέω μέχρι να εγκαταλείψω τον μάταιο τούτο κόσμο (και πολύ πιθανόν να μετεμψυχωθώ σε βραδύποδα - μη ρωτάτε γιατί) ένα μάβερικ στην Προεδρία της Δημοκρατίας ή περισσότερα σε καίριες θέσεις ή/και στη Βουλή χρειάζονται για να μετατρέψουν the hard way αυτό το μπουρδέλο σε κάτι που να προσομοιάζει έστω σε κανονικό κράτος. Και μη γελιέστε, με τον όρο μάβερικ δεν αναφέρομαι σε ακραίους λαϊκιστές, δήθεν αντισυστημικούς παιδιά του κρατικοδίαιτου συστημικού σωλήνα ή αυτόκλητες “φωνές της λογικής” που ουσιαστικά υπηρετούν ευλαβικά το στάτους κβο και μισούν την πραγματική αλλαγή. Όχι, εννοώ ανθρώπους με όραμα, φρέσκες ιδέες και πρακτικές -και ίσως επώδυνες- λύσεις, όχι ξύλινο λόγο και κούφια συνθήματα που επαναλαμβάνονται ad nauseam.
Ο Λεμεσιανός αλλά Βαρωσιώτης στην καταγωγή Ανδρέας Καζαμίας στα 42 του δεν έζησε μεν την εισβολή, όμως έχοντας υπηρετήσει για 12,5 χρόνια ως δημοτικός σύμβουλος Αμμοχώστου (και νωρίτερα ως παιδί μαζί με τον πατέρα του Κίκη) έχει παραστεί σε πάρα πολλές αντικατοχικές εκδηλώσεις για την πόλη-φάντασμα που παγιδεύτηκε στη χρονοκάψουλα εκείνον τον μαύρο Αύγουστο του ‘74. Φέτος από το πόστο του παρουσιαστή είπε να αλλάξει το τροπάριο, να μην αρκεστεί στα τετριμμένα, τα εύπεπτα, τα συναισθηματικά φορτισμένα μεν αλλά ξύλινα, διεκπαιρεωτικά και σχεδόν ψυχαναγκαστικά, δηλαδή την μεμψιμοιρία για την κατοχή, τις κατάρες για τους εισβολείς και το επαναλαμβανόμενο αλλά μισό αιώνα μετά άδειο και ανούσιο ευχολόγιο για επιστροφή. Από ένα πόστο λοιπόν που επιβάλλει τύπους, καλούπια και στερεοτυπικό, πομπώδη λόγο με πατριωτικές κορώνες ο Ανδρέας έσπασε το καλούπι εξαπολύοντας έναν πύρινο λόγο γεμάτο συναίσθημα, πάθος, πικρές αλήθειες, ενδοσκόπηση και ανελέητη κριτική της ελληνοκυπριακής υποκρισίας στο ζήτημα της Αμμοχώστου πάνω σε ένα ανυποψίαστο κοινό που πραγματικά δεν κατάλαβε τι το χτύπησε. Αν και Καζαμίας κανείς δεν το προέβλεψε!
Από την έναρξη ο Ανδρέας έδωσε το στίγμα του τι θα ακολουθήσει: “Η Αμμόχωστος δεν είναι… πολιτικό κεφάλαιο που δεν θέλουμε να σπαταλήσουμε. Είναι άνθρωποι! Είναι ζωή! Απόψε η Αμμόχωστος αιμορραγεί ξανά. Η Αμμόχωστος πονά. Μα δεν είναι η μόνη. Πονά κι η Κύπρος ολόκληρη, που κάηκε προ ολίγων ημερών. Κυριολεκτικά. Δάση έγιναν στάχτη. Άνθρωποι, μόνοι. Το κράτος, αδύναμο, ανήμπορο, ασυντόνιστο και ανεπαρκές. Ό,τι κι αν χάσαμε με τα όπλα το ‘74, χάνεται σήμερα με την ανεπάρκεια. Και δεν είναι… «ατυχές» περιστατικό, Υπουργέ της Δικαιοσύνης, που χάθηκαν 2 ανθρώπινες ζωές. Δεν είναι «ατυχές»… Δεν ήταν «ατυχές»… Είναι αποτυχία. Είναι εγκατάλειψη. Είναι τραγωδία. Είναι ντροπή”. Κι από κάτω ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που νόμιζε πως θα είχε ένα ήσυχο και ασφαλές βράδυ με αυτολιβανίσματα και κολακείες να ακούει εμβρόντητος για τη φωτιά, τον ανύπαρκτο κρατικό μηχανισμό και την απερίγραπτη μαλακία που ξεστόμισε ο Υπουργός του. Ο Ανδρέας όχι μόνο δεν μελέτησε το δωμάτιο, το έστειλε αδιάβαστο!
Απτόητος ο Ανδρέας συνέχισε το σφυροκόπημα: “Δεν μηδενίζουμε. Μα να λέμε και τις αλήθειες. Στηλιτεύεται το γεγονός ότι πολιτικές καριέρες στήθηκαν στην πλάτη της αιμορροούσας Αμμοχώστου. (...) Γιατί ευκαιρίες είχαμε. Την Τουρκία την ξέρουμε – και είναι το προφανές και το εύκολο. «Φταίει η αδιαλλαξία της Τουρκίας». Και όντως ευθύνεται. Μάθαμε, όμως, και κάποιους από εμάς. Και κάθε φορά που το όνομα «Αμμόχωστος» γράφτηκε σε χάρτες διαπραγματεύσεων, κάποιος δίστασε. Κάποιος φοβήθηκε. Κάποιος είπε «όχι» χωρίς να ρωτήσει, επί της ουσίας, και εμάς. Και εμείς; Πάντα με καχυποψία, διαφωνία, ενδεχομένως κομματικά μέτρα και σταθμά. Κι η πόλη έμεινε κλειστή. Όχι γιατί δεν μας την πρότειναν. Αλλά γιατί δεν συμφωνούσαμε ποιος θα κόψει την κορδέλα. Η κορδέλα έγινε σημαντικότερη από το μονοπάτι. Η εικόνα, σημαντικότερη από την ουσία.”
Άουτς! Καριέρες; Κορδέλες; Εικόνα; Η υπόθεση της Αμμοχώστου in a nutshell. Η πόλη που ανέκαθεν προκαλούσε το εντονότερο συναίσθημα γιατί σε αντίθεση με τις άλλες κατεχόμενες περιοχές ήταν η μοναδική που θα μπορούσε να επιστραφεί χωρίς συνολική λύση του Κυπριακού. Πάντα το διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι σε εκείνους που ποτέ δεν ήθελαν στ’ αλήθεια να την διαπραγματευτούν. Και οι Βαρωσιώτες πάντα παγιδευμένοι σε ένα βάναυσο και άδικο ηθικό δίλημμα: να επιδιώξουμε την επιστροφή της πόλης με κάποιο αντάλλαγμα ή να επιμείνουμε στο “όλες οι κατεχόμενες περιοχές ή καμία”, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι καμία άλλη δεν πρόκειται ποτέ να τεθεί υπό Ε/κ διοίκηση (ούτε καν η Μόρφου που έπαιζε μέχρι το οριστικό τσιμέντωμά της το 2004). Πάντα συνέκρινα τους Βαρωσιώτες με τους γονείς ενός αγνοούμενου. Οι γονείς ενός νεκρού τουλάχιστον γνωρίζουν. Έχουν ή θα έχουν κάποια στιγμή closure. Όταν το τέλος δεν είναι οριστικό ζεις μια ζωή με την ελπίδα. Κι ας συρρικνώνεται χρόνο με τον χρόνο μέχρι να μείνει μια χαραμάδα απ’ όπου μόλις και αχνοφαίνεται λίγο φως. Υπάρχει. Και όσο κι αν ακούγεται αισιόδοξο είναι εξουθενωτικά ψυχοφθόρο. Μισός αιώνας σκωτσέζικου ντους “επιστρέφεται, δεν επιστρέφεται”, “ανοίγει, δεν ανοίγει”, “προσαρτάται, δεν προσαρτάται” είναι αρκετός για να τσακίσει και το πιο ανθεκτικό ηθικό. Υπάρχουν πρόσφυγες που ξέρουν πως δεν θα ξαναδούν τα σπίτια τους. Και υπάρχουν κι οι Βαρωσιώτες που υπόκεινται στο μακροβιότερο μαρτύριο της σταγόνας που έχει βιώσει άνθρωπος. Αυτά ακριβώς έψεξε το Ανδρέας στην ομιλία του. Αυτά ακριβώς δεν ήθελαν να ακούσουν όσοι έχουν βολευτεί με αυτή την κατάσταση. Οι οπαδοί του ανένδοτου μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Ή τουλάχιστον μέχρι να εξασφαλίσουν καριέρες στη ράχη μας μέχρι και τα δισέγγονά τους.
Τα λόγια του πυρακτωμένο σίδερο: “Δεν διαπραγματευθήκαμε, απόλυτα ουσιαστικά, την επιστροφή. Είχαμε και… πάρτι να πάμε στις ελεύθερες περιοχές. Άλλωστε ξέραμε τα αποτελέσματα. Ακόμα και την ώρα των διαπραγματεύσεων, ετοιμάζαμε βαλίτσες επιστροφής (άλλοι για την Αμμόχωστο και άλλοι για αλλού). «Απόν θέλει να ζυμώσει, πέντε μέρες κοσσιηνίζει». Και ο καθένας δεν θέλει να ζυμώσει για τους δικούς του λόγους. Κι όταν την αρνηθήκαμε την Αμμόχωστο – τη βάλαμε ξανά στο συρτάρι, παρέα με τις ενοχές μας. Όσοι έχουμε ενοχές - όσοι οφείλουμε, φυσικά, να έχουμε ενοχές. Γιατί, ανερυθρίαστα, βάλαμε στο τραπέζι και τα δύο κράτη χωρίς να έχουμε ενοχές. Και γνωρίζουμε καλά, εξαιρετικά καλά, ότι η γλώσσα της διπλωματίας θα μας πει, θα μας υποδείξει, θα μας κουνήσει το δάχτυλο. (...) Θέλουμε να μας πάρετε σπίτι μας. Και θέλουμε να μας πάρετε εσείς, διότι εσείς κρίνατε τους εαυτούς σας ως ικανούς να μας πάρετε σπίτι μας. Γιατί αν τους κρίναμε εμείς ως ικανούς, θα είμασταν, ενδεχομένως, και εμείς στη διάθεση της κρίσης του Κυπριακού λαού στις όποιες εκλογές. Σε εσάς δώσαμε το τιμόνι. Μην μας πείτε πως δεν ξέρατε που οδηγείτε”.
Η ομιλία όπως ήταν φυσικό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από αυτούς ακριβώς που περιμένεις και με το αναμενόμενο ύφος. ΔΗΚΟ και ΕΛΑΜ (που τελευταία δυσκολεύεσαι να τα ξεχωρίσεις) τον χαρακτήρισαν ούτε λίγο ούτε πολύ μειοδότη που ξεπλένει τον Τούρκο κατακτητή (η μόνιμη επωδός εκείνων που μέχρι στιγμής έχουν προσφέρει στην πατρίδα, οι μεν τον Ρουσφετοσπύρο, τον Μάκη και τον “αν δεν υπήρχε ο Χριστοδουλίδης, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε”, οι δε τα ξεφτισμένα ρετάλια της Χρυσής Αυγής). Μεταξύ μας όποιος καταφέρνει να εξαγριώσει ταυτόχρονα ΔΗΚΟ και ΕΛΑΜ κάτι πρέπει να κάνει σωστά, έτσι;
Αυτή ήταν η δεύτερη παρουσίαση αντικατοχικής εκδήλωσης του Ανδρέα (η πρώτη ήταν η επίσης επεισοδιακή του 2023 όπου ήταν να παρευρεθεί για πρώτη φορά ο δήμαρχος της κατεχόμενης Αμμοχώστου Σουλεϊμάν Ουλούτσαϊ αλλά έκανε πίσω μετά τα γαυγίσματα -σωστά μαντέψατε- ΔΗΚΟ, ΕΛΑΜ και ΕΔΕΚ) και όπως διαφάνηκε η τελευταία. Όμως σε αντίθεση με τον κόσμο του T.S. Eliot ο Ανδρέας επέλεξε να τελειώσει με έκρηξη αντί με λυγμό...