Πολλοί είναι αυτοί που επιλέγουν να περάσουν τις ημέρες αυτές έξω, κάνοντας κράτηση σε κάποιο εστιατόριο, μια ταβέρνα ή ένα μουσικοχορευτικό κέντρο.
Ο Γενικός Γραμματέας του Παγκύπριου Συνδέσμου Ιδιοκτητών Κέντρων Αναψυχής (ΠΑΣΙΚΑ), Φάνος Λεβέντης, μιλώντας στο ThemaOnline, ανέφερε ότι «υπάρχει αρκετό ενδιαφέρον για διάφορες μέρες της εορταστικής περιόδου και κυρίως για τις Παραμονές. Υπάρχει ζήτηση σε εστιατόρια και ταβέρνες οικογενειακές για την παραμονή των Χριστουγέννων και αυξημένο ενδιαφέρον για την παραμονή Πρωτοχρονιάς με τιμές που είναι πολύ λογικές και μπορούν να εξυπηρετήσουν διαφορετικά γούστα και απαιτήσεις.
Πού κυμαίνονται οι τιμές
Ερωτηθείς για τις φετινές τιμές, ο κύριος Λεβέντης σημείωσε ότι «τα εξειδικευμένα εστιατόρια που προσφέρουν μενού εμπειρίας με ψηλή γαστρονομική προσέγγιση έχουν τιμές που κυμαίνονται από 75 μέχρι 100 ευρώ το άτομο»
«Οι ταβέρνες που έχουν μουσική μαζί με ποτό και φαγητό έχουν τιμές κοντά στα 50 ευρώ το άτομο ενώ στα μουσικοχορευτικά κέντρα οι τιμές ποικίλουν ανάλογα με το πώς θα επιλέξουν να εργαστούν και με το αν κάποιος χώρος θα φιλοξενήσει κάποιο γνωστό καλλιτέχνη. Ορισμένα μουσικοχορευτικά επέλεξαν να βάλουν τιμή μόνο στην είσοδο και μετά να διατηρήσουν τις τιμές του καταλόγου», πρόσθεσε.
Μεταξύ άλλων, ο Γενικός Γραμματέας του Παγκύπριου Συνδέσμου Ιδιοκτητών Κέντρων Αναψυχής τόνισε ότι «αυτό που εκκρεμεί ακόμη και οφείλει το Υπουργείο να το λύσει το συντομότερο είναι η συνάντηση για τις παρατάσεις των ωραρίων που έχουμε αιτηθεί και αφορούν την εορταστική περίοδο από 20 Δεκεμβρίου μέχρι 7 Ιανουαρίου με την παραμονή της Πρωτοχρονιάς να έχει ελεύθερο το ωράριο για να μην πιέζεται ο κόσμος με συγκεκριμένα ωράρια»
«Ο κόσμος είναι στην αναμονή γιατί ανάλογα με τα ωράρια θα επιλέξει και που να κάνει κράτηση. Τα κέντρα αναψυχής είναι έτοιμα να υποδεχθούν τον κόσμο αλλά είμαστε στο περίμενε για την επέκταση του ωραρίου», συμπλήρωσε.
Καταλήγοντας, επισήμανε ότι «κάτι που περιμέναμε αλλά δεν το έχουμε δει ήταν η μείωση στις τιμές του χοιρινού κρέατος, η οποία δικαιολογείται λόγω της μείωσης της χονδρικής αγοράς που κάνουν οι κρεοπώλες»