Η παραβατικότητα που εντοπίζεται πλέον στην περιοχή δεν είναι τυχαία. Είναι συστηματική, οργανωμένη και επαναλαμβανόμενη. Η γνωστή, και πλέον διαβόητη «σπείρα των ανηλίκων» «μελώνει» κυρίως από ομάδες ασυνόδευτων μεταναστών, που αν και ανήλικοι, έχουν φέρει σε γονατιστή υποταγή ολόκληρη την πόλη. Επιθέσεις, ληστείες, παρενοχλήσεις και εκφοβισμός έγιναν κομμάτι της καθημερινότητας.
Η εγκληματικότητα δεν αντιμετωπίζεται με επισκέψεις...Θετικές αλλά...δεν....
Παρά την επιτόπια παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας Νίκου Χριστοδουλίδη στη Λάρνακα και την εντολή για αυξημένα μέτρα, η ουσία παραμένει η ίδια...η κατάσταση δεν άλλαξε ριζικά. Οι πρώτες μέρες μετά την επίσκεψη, όντως έφεραν ηρεμία. Η παρουσία της ΜΜΑΔ στις Φοινικούδες λειτουργούσε περισσότερο ως αποτρεπτικός παράγοντας παρά ως λύση ουσίας. Μια ηρεμία «βιτρίνα», που απλώς μετατόπισε την παραβατικότητα λίγα τετράγωνα πιο πέρα.
Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που σημειώθηκε στις 17 Ιουλίου, μόλις έξι μέρες μετά την προεδρική παρέμβαση: ένας 24χρονος δέχτηκε επίθεση από ομάδα ανηλίκων στη Λεωφόρο Γρίβα Διγενή, κοντά στη στάση λεωφορείου. Αφού του ζήτησαν χρήματα και εκείνος αρνήθηκε, τον χτύπησαν και του έκλεψαν το σακίδιο και 50 ευρώ.
Η Αστυνομία βλέπει και δεν παρεμβαίνει – Με τα γραφεία της μέσα στις Φοινικούδες
Αυτό που εξοργίζει περισσότερο, είναι ότι η Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας βρίσκεται κυριολεκτικά πάνω στο πρόβλημα. Το Επαρχιακό αρχηγείο της Αστυνομίας είναι τοποθετημένο λίγα μόλις μέτρα από το παραλιακό μέτωπο, στην καρδιά των Φοινικούδων. Και όμως, για χρόνια, η εγκληματικότητα διογκωνόταν κάτω από τη μύτη της.
Αντί για πρόληψη, υπήρχε απουσία. Αντί για παρέμβαση, απλή καταγραφή. Η Αστυνομία, σε μια από τις πιο κεντρικές και τουριστικές περιοχές της χώρας, έδειξε πλήρη αδυναμία να επιβάλει την τάξη. Δεν μιλάμε για δύσβατες συνοικίες, μιλάμε για τον πιο προβεβλημένο πεζόδρομο της Κύπρου. Και όμως, οι συμμορίες δρουν σχεδόν ανενόχλητες.
Η ασφάλεια δεν αποκαθίσταται με εποχικές περιπολίες ούτε με ασκήσεις εντυπώσεων. Απαιτεί στρατηγική, σταθερή παρουσία, ουσιαστική επιβολή του νόμου. Οι κάτοικοι και οι επισκέπτες δεν ζητούν καταστολή, ζητούν κανονικότητα. Να περπατούν, να διασκεδάζουν, να αισθάνονται ότι κάποιος ελέγχει τον χώρο.
Δεν είναι μόνο οι .... Φοινικούδες
Το φαινόμενο δεν περιορίζεται στο παραλιακό μέτωπο και όχι μόνο αποκλειστικά από ανήλικους μετανάστες. Περιοχές όπως τα Λιβάδια, το Λιμάνι και τα σχολεία στη Δροσιά αντιμετωπίζουν συνεχώς φαινόμενα βανδαλισμών, επεισοδίων και επιθέσεων. Οι εικόνες από τα επεισόδια του Πάσχα, όπου ανήλικοι συγκρούστηκαν με αστυνομικούς στα Λιβάδια, παραμένουν χαραγμένες στη συλλογική μνήμη της πόλης.
ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ: Δεν σεβάστηκαν τίποτα: Έκαψαν και έσπασαν σχολική περιουσία στα Λιβάδια – Δείτε φωτογραφίες
Το έγκλημα δεν έχει ηλικία ούτε καταγωγή – αλλά χρειάζεται σοβαρότητα
Κανείς δεν αμφισβητεί το δικαίωμα στην προστασία και το άσυλο. Αλλά ταυτόχρονα, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητεί το δικαίωμα των πολιτών στην ασφάλεια. Όταν οι Λαρνακείς δεν νιώθουν ασφαλείς να κυκλοφορήσουν στις Φοινικούδες μετά τη δύση του ήλιου, δεν μιλάμε για ανθρωπιστική πολιτική αλλά για «πολιτική» αποτυχία.
Η εγκληματικότητα δεν είναι πια εξαίρεση, είναι κανονικότητα. Όσο το κράτος δεν ελέγχει ουσιαστικά τι συμβαίνει με τους ανήλικους ασυνόδευτους, όσο δεν εφαρμόζεται πειθαρχία, εποπτεία, πρόνοια και όπου χρειάζεται απέλαση, το πρόβλημα θα μεταφέρεται απλώς από γειτονιά σε γειτονιά.
Όταν το σύστημα εγκαταλείπει και αυτούς που φιλοξενεί και αυτούς που φιλοξενούν
Το ζήτημα της παραβατικότητας από ανήλικους, ασυνόδευτους μετανάστες δεν είναι απλό. Δεν είναι μόνο πρόβλημα ασφάλειας, αλλά και σύμπτωμα διαχρονικής βαθιάς κρατικής και κοινωνικής αποτυχίας. Αυτοί οι νέοι δεν βρέθηκαν στην Κύπρο από επιλογή. Βρέθηκαν χωρίς γονείς, χωρίς δομές, χωρίς πραγματική εποπτεία. Ένα σύστημα που αδυνατεί να διαχειριστεί την καθημερινότητά τους, να τους προσφέρει εκπαίδευση, όρια, καθοδήγηση και ενσωμάτωση, δημιουργεί ωρολογιακές βόμβες.
Ανήλικοι χωρίς σταθερό περιβάλλον, χωρίς κανονικότητα και με οργή στο βλέμμα, καταλήγουν εύκολα σε συμπεριφορές βίας και παραβατικότητας. Και το χειρότερο; Αυτές οι συμπεριφορές χρεώνονται συλλογικά σε ολόκληρες κοινότητες μεταναστών, στιγματίζοντας αδίκως και όσους δεν φταίνε σε τίποτα.
Την ίδια στιγμή, οι πολίτες που φιλοξενούν, δηλαδή οι Κύπριοι, νιώθουν ότι η φιλοξενία τους πληρώνεται με βία. Οι τοπικές κοινωνίες που επί χρόνια επέδειξαν ανεκτικότητα, τώρα αισθάνονται προδομένες και εγκαταλελειμμένες από το κράτος.
Ασυνόδευτοι ανήλικοι μετανάστες – Το κενό της πρόνοιας και της ενσωμάτωσης
Το πρόβλημα, βεβαίως, έχει και μια πολύ συγκεκριμένη διάσταση, τις ομάδες ανήλικων, ασυνόδευτων μεταναστών που έχουν εμπλακεί επανειλημμένα σε παραβατικές συμπεριφορές. Νέοι άνθρωποι, χωρίς οικογένεια, χωρίς εποπτεία, χωρίς ουσιαστική εκπαίδευση ή καθοδήγηση, αφέθηκαν να δημιουργήσουν δικούς τους άτυπους “κανόνες” στον δημόσιο χώρο.
Η Πολιτεία δεν κατάφερε να οργανώσει ένα πλαίσιο πραγματικής ενσωμάτωσης και προστασίας. Και όταν αυτός ο νεαρός πληθυσμός αφεθεί στην τύχη του, συχνά θα γυρίσει τη βία που έζησε πίσω στην κοινωνία που τον φιλοξενεί.
Αντιθέτως, σήμερα επικρατεί ένα επικίνδυνο διπλό έλλειμμα, ούτε προστατεύονται οι ίδιοι οι ανήλικοι, ούτε προστατεύεται η κοινωνία από τις συνέπειες της εγκατάλειψής τους.
Οργή στα social media – Το κλίμα αγανάκτησης κορυφώνεται
Τα social media κατακλύζονται από φωνές πολιτών που δεν αντέχουν άλλο. Η οργή δεν κρύβεται πια. Αντί για ακραίες φωνές, παρατηρούμε μια πλειοψηφική αγανάκτηση.
Κάποια από τα χαρακτηριστικά σχόλια που κυκλοφορούν:
«Η γνωστή σπείρα των ‘ασυνόδευτων’, παρόλα τα μέτρα της ΜΜΑΔ, ξαναχτύπησε. Ο κόσμος φοβάται να κυκλοφορήσει, και κανείς δεν αναλαμβάνει ουσιαστική ευθύνη»

«Όταν τους συλλαμβάνουν και το δικαστήριο την επομένη τους αφήνει ελεύθερους, αυτά θα έχουμε. Άμεση απέλαση σε όσους δεν σέβονται τη χώρα που τους φιλοξενεί»

«Δεν γίνεται να τους ταΐζουμε, να τους σπιτώνουμε, να τους δίνουμε και λεφτά – και να μην υπάρχει καμία συνέπεια όταν επιτίθενται. Η ανοχή έχει όρια»

Αυτή η αγανάκτηση δεν πρέπει να αγνοείται, ούτε να ερμηνεύεται ως ρατσισμός. Είναι απόγνωση μιας κοινωνίας που νιώθει απροστάτευτη, που βλέπει το κράτος να αδιαφορεί, που κουράστηκε από τις θεωρίες και ζητά απλά τάξη, ασφάλεια, πρόληψη.
Το κράτος οφείλει να ξεκαθαρίσει, τι σημαίνει ασυνόδευτος ανήλικος στη σημερινή Κύπρο; Ποιος έχει την ευθύνη για την εποπτεία του; Ποιος είναι υπεύθυνος όταν αυτός ο ανήλικος παραβιάζει τον νόμο; Και ποια είναι η «γραμμή» μεταξύ ανθρωπισμού και ατιμωρησίας;
Ούτε οι μετανάστες πρέπει να στιγματιστούν συλλογικά, ούτε όμως οι πολίτες να ζουν με τον φόβο στο πεζοδρόμιο. Όταν η φιλοξενία κακοποιείται και η κοινωνία εξαντλείται, τότε χάνεται η εμπιστοσύνη και η συνοχή και μαζί τους, χάνεται η Δημοκρατία.
Τι μπορεί να αλλάξει: Όχι άλλες εξαγγελίες, αλλά πράξεις
Το πρόβλημα δεν λύνεται με συνεντεύξεις, επικοινωνιακά show και περιστασιακές επισκέψεις. Αν η Λάρνακα και ιδιαίτερα οι Φοινικούδες πρόκειται να ανακτήσουν την παλιά τους αίγλη και να επαναφέρουν την αίσθηση ασφάλειας, τότε πρέπει να εφαρμοστεί ένα πολυεπίπεδο σχέδιο:
- Μόνιμη και ουσιαστική παρουσία της Αστυνομίας, όχι εμβόλιμη και συμβολική. Με περιπολίες πεζών, με γνώση της περιοχής και των ανθρώπων της, με παρέμβαση άμεση όταν απαιτείται.
- Καταγραφή και παρακολούθηση των ομάδων ανήλικων ασυνόδευτων, όχι ως εχθρών, αλλά ως πληθυσμού που χρειάζεται διαχείριση και ένταξη ή απομάκρυνση, αν επιλέγει να δρα εχθρικά προς την κοινωνία που τον φιλοξενεί.
- Αυστηρότερη εφαρμογή της δικαιοσύνης σε ανήλικους που επαναλαμβανόμενα παραβαίνουν, με εξειδικευμένα προγράμματα αποκατάστασης και όχι απλή απελευθέρωση χωρίς παρακολούθηση.
- Εκπαίδευση και κοινωνική ενσωμάτωση όπου αυτό είναι δυνατό, αλλά και ξεκάθαρες κόκκινες γραμμές για όσους λειτουργούν με βία, ατιμωρησία και ασέβεια.
Η Λάρνακα δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι. Οι πολίτες κουράστηκαν. Οι επιχειρηματίες μαραζώνουν. Και η τουριστική εικόνα της πόλης και ευρύτερα της χώρας καταρρέει. Το να φοβάσαι να κυκλοφορήσεις στον πιο προβεβλημένο παραλιακό δρόμο της Κύπρου, δεν είναι εικόνα ευρωπαϊκής πόλης. Είναι αποτυχία του κράτους διαχρονικά και εστιάζεται σε όλες τις κυβέρνήσεις των τελευταίων δεκαετιών.
Το ερώτημα είναι απλό: Θα περιμένουμε μέχρι να συμβεί κάτι πραγματικά τραγικό για να δράσουμε σοβαρά; Ή θα συνεχίσουμε να μαζεύουμε τα κομμάτια μιας πόλης που εκπέμπει εδώ και καιρό SOS;