Επιπλέον, είπε ότι ούτε από τη διοικητική έρευνα στοιχειοθετείται κάποιο πειθαρχικό αδίκημα, με τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, Μάριο Χαρτσιώτη, να επισημαίνει την ανάγκη κάλυψης του νομοθετικού κενού, με το προτεινόμενο νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις και τις παρελάσεις.
Ο Υπουργός επικεντρώθηκε στο πώς θα μπορούσαν να αποτραπούν παρόμοια φαινόμενα στο μέλλον, σημειώνοντας ότι μέχρι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει θεσμοθετημένο κανένα καθεστώς για παρελάσεις και διαδηλώσεις και είναι εξαιρετικά δύσκολο να απονεμηθούν ευθύνες, εκτός αν πρόκειται για αδικήματα που εμπίπτουν σε άλλες νομοθεσίες.
Απηύθυνε έκκληση στους Βουλευτές να προχωρήσουν με το νομοσχέδιο που είναι ενώπιόν τους και με το οποίο θεσμοθετούνται διαδικασίες για το πώς διεξάγεται μια παρέλαση ή μια συγκέντρωση, με σεβασμό στο συνταγματικό δικαίωμα του «συνέρχεσθαι ειρηνικώς».
Απαντώντας σε ερώτηση του Βουλευτή του ΑΚΕΛ, Άριστου Δαμιανού, σχετικά με τις δικές του ενέργειες, την 23η Μαρτίου, ο Υπουργός είπε ότι δεν επεμβαίνει σε επιχειρησιακά πλάνα της αστυνομίας για οποιαδήποτε εκδήλωση. «Ενημερώθηκα την προηγούμενη από την αστυνομία, όπως γίνεται με όλα τα σοβαρά περιστατικά, ότι προβαίνει σε όλες τις αρμόδιες ενέργειες», είπε, προσθέτοντας ότι «από εκεί και πέρα δεν έλαβα άλλη ενέργεια εγώ προσωπικά, αφού πρόκειται για ένα καθαρά επιχειρησιακό θέμα της αστυνομίας».
Πρόσθεσε ότι μετά τα τεκταινόμενα «και αφού έτυχα πλήρους ενημέρωσης για το τι έγινε, έκανα εισήγηση για διεξαγωγή διοικητικής έρευνας και έρευνα για τυχόν διάπραξη ποινικών αδικημάτων και ο αρχηγός διέταξε αυτά τα περιστατικά», είπε.
Ο Αρχηγός της Αστυνομίας, Θεμιστός Αρναούτης, παρέθεσε τα αποτελέσματα της ποινικής και διοικητικής έρευνας και απάντησε στα ερωτήματα που είχαν θέσει οι Βουλευτές στην προηγούμενη συνεδρίαση που συζητήθηκε το θέμα.
Όπως είπε, το αποτέλεσμα της ποινικής έρευνας τέθηκε ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος «συμφώνησε με την εισήγηση ότι δεν μπορούν να στοιχειοθετηθούν τα περισσότερα αδικήματα στην ανακριτική έκθεση». Σημείωσε ότι όσον αφορά το άναμμα φωτιάς, εν όψει του μικρού χρονικού διαστήματος του περιστατικού και δεδομένων των συνθηκών που επικρατούσαν, ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε να μη γίνει περαιτέρω διερεύνηση, όπως είπε.
Παραθέτοντας τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής έρευνας, είπε ότι ο αυτοκινητόδρομος αποκόπηκε από 11:44 μέχρι τις 14:05, σημειώνοντας ότι η περισσότερη ώρα, γύρω στα 40 λεπτά πριν και 40 λεπτά μετά, αναλώθηκε για να εγκατασταθούν και να απομακρυνθούν αντίστοιχα οι διαδηλωτές.
Σε αυτό το διάστημα, και οι δύο κατευθύνσεις του αυτοκινητόδρομου «έμειναν καθαρές και πέρασαν τρία ασθενοφόρα και ιδιωτικά οχήματα και η Πρόεδρος της Βουλής», είπε, ενώ ανέφερε ότι συνολικά συγκεντρώθηκαν στο σημείο 700 οχήματα και 2000 άτομα.
Απαντώντας για τις ενέργειες της Αστυνομίας το προηγούμενο διάστημα πριν τη διαμαρτυρία, είπε ότι ο Βοηθός Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας προσπάθησε επανειλημμένως να επικοινωνήσει με τον Πρόεδρο του Κινήματος Ενωμένων Κυπρίων Κυνηγών προκειμένου να μην αποκοπεί ο αυτοκινητόδρομος, με εκείνον να απαντά ότι δεν μπορεί να ακυρωθεί η εκδήλωση και δεν μπορεί να ελέγξει τον κόσμο του, σημειώνοντας ότι μπορεί να οδηγηθούν σε «δυναμικά μέτρα σε πολλά μέτωπα» αν ακυρωνόταν αυτή η διαμαρτυρία. Σημείωσε ότι όπως τους είπε, το πλάνο τους ήταν να κλείσουν τον αυτοκινητόδρομο μέχρι να παρέμβει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
«Δύο μέρες σας απειλούσε ότι θα ανοίξει μέτωπα και του παρείχατε αστυνομική προστασία;» ρώτησε ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ανδρέας Πασιουρτίδης, σημειώνοντας ότι αν ο ίδιος ήταν Υπουργός και είχε αυτή την ενημέρωση θα έπαιρνε τηλέφωνο τον Πρόεδρο «να του πω σύναξε τον γιατί θα κόψει την κυκλοφορία».
Ο κ. Αρναούτης σημείωσε ότι δεν απαιτείται έγκριση από την αστυνομία για πραγματοποίηση διαμαρτυρίας και για ειρηνικές συναθροίσεις όπου δεν διαπράττεται κανένα αδίκημα. Πρόσθεσε ότι η μόνη σχετική νομοθεσία είναι ο αποικιακός περί συγκεντρώσεων νόμος του 1958, ο οποίος είναι ανενεργός.
Όπως ανέφερε, συμμετείχαν 146 μέλη της αστυνομικής δύναμης στο επιχειρησιακό πλάνο. Όσον αφορά τη συμπεριφορά των διαδηλωτών, είπε ότι δεν σημειώθηκε «καμία αντικοινωνική συμπεριφορά που να εκφεύγει», εκτός από το μεμονωμένο άναμμα δύο φουκούδων, τις οποίες μάζεψαν μόλις ο Πρόεδρός τους τους κάλεσε να αποχωρήσουν.
Είπε ότι η εκδήλωση αξιολογήθηκε ως «υψηλού κινδύνου» και η αστυνομία ήταν έτοιμη να επέμβει αν κρινόταν απαραίτητο.
Ο Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Νίκος Γεωργίου μίλησε για «αφοπλιστική ειλικρίνεια» της Αστυνομίας. «Όλοι γνώριζαν από πριν ότι αν ο Πρόεδρος τους τηλεφωνήσει θα ματαιωθεί η εκδήλωση», είπε, σημειώνοντας ότι είναι πολιτικό το θέμα. Ρώτησε, επίσης, πόσο κόστισε η συγκεκριμένη επιχείρηση της αστυνομίας, δεδομένου ότι για το καρναβάλι Λεμεσού βγήκε κοστολόγιο.
Ο Αρχηγός της Αστυνομίας απάντησε ότι υπάρχουν τρία είδη εκδηλώσεων, αναφορικά με την κοστολόγηση: οι φιλανθρωπικού χαρακτήρα εκδηλώσεις, οι οποίες δεν κοστολογούνται, οι εκδηλώσεις εορταστικού χαρακτήρα που κοστολογούνται και οι συγκεντρώσεις που μπορεί να προκύπτει θέμα δημόσιας τάξης, όπου «δεν απαιτούμε από κάποιον» να πληρώσει. Σημείωσε ότι δεν ξέρει το κόστος της συγκεκριμένης επιχείρησης.
Από την πλευρά του, ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Άριστος Δαμιανού, είπε ότι «εμείς ποτέ δεν προσπαθούμε να αποδώσουμε ευθύνες στους ένστολους που είναι επί του εδάφους. Θέλουμε να ξέρουμε ποιες ήταν οι οδηγίες σε επίπεδο διοικητικής καθοδήγησης», είπε, σημειώνοντας ότι ο Υπουργός δεν είχε εμπλοκή «γιατί το πήρε πάνω του ο Πρόεδρος. Από τους χειρισμούς του κόμματος των Κυνηγών και του Προέδρου της Δημοκρατίας την ίδια μέρα και την επόμενη, που ανέθεσε τη συνάντηση στον Υπουργό Εσωτερικών, είναι προφανές ότι είχε παρακαμφθεί ο Υπουργός Δικαιοσύνης».
Σε δηλώσεις του μετά την ολοκλήρωση της Επιτροπής, ο κ. Δαμιανού είπε ότι «δεν είχαμε καμία αμφιβολία ότι η κατάληξη του γνωστού φιάσκο θα κατέληγε όπως πολλά άλλα σε μηδενική ανάληψη ευθύνης και μηδενικές συνέπειες. Από τη στιγμή που στο συγκεκριμένο συμβάν υπήρξε εμπλοκή σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο κάποια πράγματα ήταν προδιαγεγραμμένα», είπε.
Η Βουλευτής του ΔΗΚΟ, Χριστιάνα Ερωτοκρίτου, εντός της Επιτροπής, είπε ότι η εικόνα που υπάρχει είναι ότι «ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, όπου θέλει, σε όποιο δρόμο θέλει, αδιαφορώντας, με την πολιτεία, ελλείψει νομοθετικού πλαισίου, να μην μπορεί να αντιδράσει» και διερωτήθηκε «πού πάει η πρόνοια του Συντάγματος για δημόσια ασφάλεια».
Η κ. Ερωτοκρίτου σημείωσε ότι πρέπει να υπάρχει εξισορρόπηση του δικαιώματος των ολίγων με τα δικαιώματα των πολλών. «Η εικόνα σήμερα δεν προσθέτει σε αυτά που αναμένει να ακούσει ο κόσμος ή στο αίσθημα ασφάλειας που οφείλουμε να κάνουμε τον κόσμο να νιώθει», είπε.
Ο Πανίκος Λεωνίδου, Βουλευτής του ΔΗΚΟ, είπε ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, έκαστος έχει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικώς. Από την άλλη, είναι δικαίωμα και υποχρέωση του κράτους να διασφαλίζει αυτό το δικαίωμα στον πολίτη και η αστυνομία, ως το καθ’ ύλην αρμόδιο όργανο, έδωσε τη δυνατότητα σε μια ομάδα, να διαδηλώσουν τις θέσεις τους.
Σε δηλώσεις του μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης, ο κ. Λεωνίδου είπε ότι πρέπει και οι ίδιοι οι πολίτες να έχουν την ευθύνη και την ευελιξία να σκέφτονται ότι με τις πράξεις και ενέργειές τους παραβιάζουν δικαιώματα άλλων πολιτών, προσθέτοντας ότι «η αστυνομία λειτούργησε ακριβώς με βάση το Σύνταγμα».
Σε δηλώσεις του, μετά την ολοκλήρωση της Επιτροπής, ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Νίκος Τορναρίτης, κληθείς να σχολιάσει τα ευρήματα της ποινικής και διοικητικής έρευνας, είπε ότι «εμείς το είπαμε από την αρχή: δεν λειτουργήσαμε ποτέ ως τιμωροί. Θέλουμε να ανατάξουμε και να τοποθετήσουμε σε εύρυθμη κατάσταση πραγμάτων μια κατάσταση που μας πληγώνει όλους».
Επιπλέον, ανέφερε ότι κάλεσε τον Υπουργό να προστεθεί στη νομοθεσία ότι όσοι καταστρέφουν περιουσίες να είναι υπόλογοι «να πληρώσουν τα σπασμένα».