Όμως, πέρα από την επιχειρησιακή διάσταση, η διαχείριση της κρίσης αποκάλυψε και κάτι ακόμη: τη συντεταγμένη, έστω και άτυπη, ευθυγράμμιση των δύο βασικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ, στην κριτική τους απέναντι στην κυβέρνηση και ειδικά στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Το φαινόμενο αυτό, αν και δεν αποτελεί προϊόν κάποιας πολιτικής συμφωνίας, τείνει να αποκτήσει συστηματικά χαρακτηριστικά.
Η διαχείριση της πυρκαγιάς ως πολιτικό εργαλείο
Η φωτιά στην ορεινή Λεμεσό, πέρα από την τεράστια οικολογική και οικονομική καταστροφή, έφερε στην επιφάνεια τον τρόπο με τον οποίο τα πολιτικά κόμματα αξιοποιούν τις κρίσεις – όχι μόνο ως ευκαιρίες για κριτική, αλλά και ως αφορμές για προεκλογική στόχευση. Σε δηλώσεις, τοποθετήσεις και παρεμβάσεις, τόσο το ΑΚΕΛ όσο και ο ΔΗΣΥ επικέντρωσαν την προσοχή τους όχι στην ουσία της κρατικής αντίδρασης ή στα επιχειρησιακά δεδομένα, αλλά κυρίως στην επικοινωνιακή και θεσμική παρουσία του Προέδρου.Η αμφισβήτηση επικεντρώθηκε στη χρονική στιγμή των δηλώσεών του Προέδρου Χριστοδουλίδη, στην τοποθέτηση κυβερνητικών στελεχών και στην ερμηνεία πολιτικών συμβόλων. Σε κάποιες περιπτώσεις, η κριτική ξέφυγε από τα πλαίσια της πολιτικής ευθύνης και μετατράπηκε σε προσωπική στοχοποίηση, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από την κοινωνία.
Η τακτική της εστιασμένης πίεσης
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Από την ανάληψη των καθηκόντων της παρούσας κυβέρνησης, παρατηρείται σταδιακή προσέγγιση των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης, σε επιμέρους θέματα – είτε αφορά την εξωτερική πολιτική, είτε την οικονομία, είτε ζητήματα διαφάνειας. Όμως η περίπτωση της διαχείρισης της πυρκαγιάς αποτελεί ίσως την πιο καθαρή εικόνα της προσπάθειας για κοινή στοχοθέτηση: τη φθορά του Προέδρου μέσω διαρκούς πίεσης, ακόμη και με επικοινωνιακά μέσα.
Η στρατηγική αυτή ωστόσο, την οποία το προεδρικό παρουσιάζει ως «σύμπλευση ΔΗΣΑΚΕΛ», δεν στοχεύει στην κατάθεση εναλλακτικής πρότασης ή στη δημιουργία συγκλίσεων. Αντιθέτως, φαίνεται να προκύπτει από την κοινή ανάγκη των δύο κομμάτων να ανακτήσουν χαμένο πολιτικό έδαφος, να συσπειρώσουν τους ψηφοφόρους τους και να διαμορφώσουν έναν αρνητικό συσχετισμό προς την κυβέρνηση ενόψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών.
Η στάση του Προεδρικού: Ψυχραιμία, αλλά όχι παθητικότητα
Απέναντι σε αυτή την τακτική, το προεδρικό επιλέγει, τουλάχιστον επικοινωνιακά, να κρατήσει χαμηλούς τόνους. Δεν υπεισέρχεται άμεσα στην αντιπαράθεση, δεν απαντά σε κάθε επίθεση, αλλά αντιπαραθέτει σταθερά το έργο της κυβέρνησης, τις αποφάσεις που λαμβάνονται και τον θεσμικό ρόλο της. Παράλληλα, όμως, γίνονται προσεκτικές εσωτερικές καταγραφές: Ποιοι πολιτικοί πρωτοστατούν στην επιθετική ρητορική, ποιοι τηρούν σιωπηλή στάση, ποιοι διαφοροποιούνται ή παραμένουν θεσμικά συνεπείς. Στόχος του Προεδρικού δεν είναι μόνο η διαχείριση των σημερινών επιθέσεων, αλλά και η διαμόρφωση ενός πιο ευνοϊκού πολιτικού πλαισίου στο μέλλον – ειδικά καθώς πλησιάζει η περίοδος ανασύνταξης των συμμαχιών και των στρατηγικών ενόψει εκλογών.
ΔΗΣΥ: Επιθετική στάση και εσωτερικές αντιφάσεις
Η στάση του Δημοκρατικού Συναγερμού είναι ίσως η πιο εντυπωσιακή – όχι μόνο λόγω της έντασης της ρητορικής, αλλά και λόγω της πρόσφατης κυβερνητικής του θητείας. Το κόμμα εμφανίζεται πλέον με έντονα επιθετική γραμμή απέναντι στην κυβέρνηση Χριστοδουλίδη, καταγγέλλοντας ανεπάρκειες και ελλείψεις, αλλά χωρίς πάντα να λαμβάνει υπόψη την πολιτική του παρακαταθήκη. Αυτή η συμπεριφορά της Πινδάρου, μπορεί να λειτουργήσει συσπειρωτικά για την κομματική βάση από τη μια, από την άλλη όμως, μπορεί να ενισχύσει τον κυνισμό του εκλογικού σώματος, ειδικά όταν η κριτική δεν συνοδεύεται από ουσιαστικές θέσεις. Δεν λείπουν άλλωστε και τα φαινόμενα εσωτερικών διαφωνιών, όπως τα πιο πρόσφατα, τα οποία μαρτυρούν ότι η γραμμή της ηγεσίας δεν είναι απολύτως εδραιωμένη, με την Αννίτα Δημητρίου να παρουσιάζεται ανήμπορη να διαχειριστεί την υποβόσκουσα εσωτερική αναταραχή στο κόμμα.
ΑΚΕΛ: Παραδοσιακή αντιπολίτευση με περιορισμένη εμβέλεια
Το ΑΚΕΛ, από την άλλη πλευρά, επιλέγει τον παραδοσιακό ρόλο της σκληρής αντιπολίτευσης, εστιάζοντας συστηματικά σε ζητήματα διαφάνειας, κρατικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής πολιτικής. Ωστόσο, η καταγγελτική του τακτική συχνά δεν συνοδεύεται από ξεκάθαρες προτάσεις ή από τεκμηριωμένες εναλλακτικές λύσεις.
Η επιλογή αυτή ενδέχεται να λειτουργεί στο πλαίσιο εσωτερικής ανασυγκρότησης, καθώς το κόμμα προσπαθεί να ανακτήσει την επαφή με κοινωνικά στρώματα που απομακρύνθηκαν τα τελευταία χρόνια. Το ερώτημα, όμως, είναι κατά πόσο αυτή η ρητορική είναι αρκετή, για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών;
Μέσα στο σκηνικό της έντασης, κάποια κόμματα του κεντρώου χώρου – και ιδιαίτερα το ΔΗΚΟ – επιλέγουν πιο ισορροπημένες τοποθετήσεις. Η επιλογή του Νικόλα Παπαδόπουλου και άλλων στελεχών να τοποθετηθούν με σαφήνεια αλλά χωρίς κραυγές, καταγράφεται θετικά και από το Προεδρικό, το οποίο θεωρεί ότι τέτοιες στάσεις συμβάλλουν στη σταθερότητα και στη συνεννόηση, ακόμα και μέσα σε περιόδους κρίσεων, όπως οι πρόσφατες πυρκαγιές.