ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ: Απαντά στις επικρίσεις ο Νικόλας Παπαδόπουλος: «Δεν παίζουμε παιχνίδια – Περιμένουμε ξεκάθαρες απαντήσεις από την Κυβέρνηση»
Πίσω από τις δηλώσεις περί έλλειψης προσυνεννόησης, αντιφατικών μηνυμάτων και κυβερνητικής ασυνέπειας, διαμορφώνεται ένα πολιτικό αφήγημα με σαφή στρατηγικό στόχο: Την αποδέσμευση του ΔΗΚΟ από το σημερινό κυβερνητικό πλαίσιο και την προετοιμασία του εδάφους για τις προεδρικές εκλογές του 2028.
Οι χθεσινές τοποθετήσεις του προέδρου του ΔΗΚΟ, με αιχμές για διαφορετικές γραμμές μεταξύ Υπουργείου Οικονομικών και Υπουργείου Ενέργειας και με ευθεία απαίτηση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να ξεκαθαρίσει αν εκφράζουν την Κυβέρνηση οι δηλώσεις του Υπουργού Εργασίας Μαρίνου Μουσιούττα περί «παιχνιδιών επιβίωσης», ανέβασαν τους τόνους και μετέτρεψαν τη διαφωνία σε ανοιχτή πολιτική σύγκρουση. Η απάντηση του Νικόλα Παπαδόπουλου –ότι «δεν παίζουμε εμείς παιχνίδια»– δεν ήταν απλώς αμυντική. Ήταν μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας μετατόπισης ευθυνών και πολιτικής απόστασης.
Το GSI, ωστόσο, λειτουργεί περισσότερο ως «όχημα» παρά ως πραγματικό επίδικο. Η σύγκρουση αφορά πρωτίστως τον ρόλο του ΔΗΚΟ στο σημερινό πολιτικό σκηνικό και, κυρίως, την επόμενη ημέρα. Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι δεν τίθεται θέμα αποχώρησης από την Κυβέρνηση, η επιλογή της δημόσιας όξυνσης, δείχνει ότι το κόμμα επιδιώκει να απεγκλωβιστεί πολιτικά, χωρίς να αναλάβει το κόστος μιας άμεσης ρήξης.
Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που το ΔΗΚΟ επανατοποθετείται στρατηγικά. Υπενθυμίζεται ότι το 2021 το κόμμα είχε αποφασίσει να καταψηφίσει τον κρατικό προϋπολογισμό, της κυβέρνησης Νίκου Αναστασιάδη. Τότε, η απόσταση από τον ΔΗΣΥ, παρουσιαζόταν ως ζήτημα αρχών. Σήμερα, όμως, το πολιτικό λεξιλόγιο έχει αλλάξει. Το ερώτημα που τίθεται εύλογα είναι: Τι άλλαξε;
Η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται στις δημοσκοπήσεις. Με τα ποσοστά του ΔΗΚΟ να κινούνται σταθερά σε μονοψήφια επίπεδα, η ηγεσία του κόμματος αναζητεί διέξοδο. Η επιθετική στάση απέναντι στην Κυβέρνηση, παρουσιάζεται ως «αναδίπλωση αρχών», όμως για πολλούς εντός και εκτός κόμματος μοιάζει περισσότερο με πολιτικό ελιγμό ανάγκης. Και αυτή η αναδίπλωση δεν γίνεται εύκολα πιστευτή.
Οι αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΔΗΚΟ είναι ενδεικτικές. Η δημόσια και ιδιαίτερα αιχμηρή κριτική του Χρήστου Ορφανίδη, με αναφορές σε «κιρκιλούθκια» και επικοινωνιακά παιχνίδια, αποκάλυψε ότι η γραμμή της σύγκρουσης δεν τυγχάνει καθολικής αποδοχής. Στελέχη του κόμματος εκφράζουν δυσπιστία, όχι μόνο για το ύφος, αλλά και για την ουσία της στρατηγικής: Αν δηλαδή η όξυνση υπηρετεί το κόμμα, ή απλώς προετοιμάζει προσωπικές πολιτικές διαδρομές. Αυτό, θα φανεί μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2026.
Στην εξίσωση, παρενέβη και η ΔΗΠΑ, η οποία με σκληρή ανακοίνωση μίλησε για «έργα βιτρίνας», «άρον-άρον δεσμεύσεις» και άφησε σαφή υπονοούμενα ότι το ΔΗΚΟ εργαλειοποιεί το GSI για κομματικούς σχεδιασμούς. Η αναφορά στο κατά πόσο ο νέος Υπουργός Ενέργειας ευθυγραμμίζεται με την Κυβέρνηση, ή με το κόμμα του ενίσχυσε την αίσθηση ότι το ενεργειακό ζήτημα έχει μετατραπεί σε πεδίο πολιτικής ίντριγκας.
Όλα αυτά συνθέτουν ένα σκηνικό που οδηγεί αναπόφευκτα στο 2028. Μετά τις βουλευτικές εκλογές, όταν οι νέοι συσχετισμοί θα είναι καταγεγραμμένοι και το πολιτικό τοπίο θα επαναχαρτογραφηθεί, το ΔΗΚΟ θα κληθεί να πάρει στρατηγικές αποφάσεις. Σε εκείνη τη φάση, η συνεργασία με τον ΔΗΣΥ –που κάποτε παρουσιαζόταν ως πολιτικά αδιανόητη– επανέρχεται στο τραπέζι ως ρεαλιστικό σενάριο.
Η σημερινή επίθεση στην Κυβέρνηση, λειτουργεί, έτσι, ως προπαρασκευαστικό στάδιο. Δημιουργεί αποστάσεις, αποσυνδέει ευθύνες και καλλιεργεί το αφήγημα της «αυτόνομης πορείας». Όμως το ερώτημα παραμένει αν αυτή η πορεία πείθει. Μέχρι στιγμής, ούτε οι δημοσκοπήσεις δείχνουν αναστροφή, ούτε το εσωτερικό του κόμματος εμφανίζεται ενωμένο.
Το πραγματικό διακύβευμα, λοιπόν, δεν είναι το GSI. Είναι αν η στρατηγική αυτή αποτελεί σχέδιο επανεκκίνησης, ή απλώς μια αγωνιώδη προσπάθεια πολιτικής επιβίωσης. Και αν τελικά η αναδίπλωση αυτή θα οδηγήσει σε νέες συμμαχίες ή θα αφήσει πίσω της περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα φιλοδοξεί να απαντήσει.
Και κάπου εδώ μπαίνει ο παράγοντας που συστηματικά αγνοείται: Οι πολίτες. Οι ψηφοφόροι παρακολουθούν τις μετακινήσεις, τις αναδιπλώσεις, τις αντιφάσεις και τις «αρχές» που αλλάζουν ανάλογα με τις συγκυρίες. Θυμούνται ποιοι χαρακτήριζαν το 2021 τον ΔΗΣΥ διεφθαρμένο και σήμερα αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο συνεργασίας. Βλέπουν τις εσωκομματικές συγκρούσεις, τα «κιρκιλούθκια» και τις δημόσιες αντεγκλήσεις, και διαπιστώνουν ότι η πολιτική συζήτηση μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε παιχνίδι τακτικής.
Αυτό το σκηνικό, δεν γεννά εμπιστοσύνη. Γεννά απογοήτευση. Και αυτή η απογοήτευση είναι που εξηγεί γιατί τα κόμματα βλέπουν τα ποσοστά τους να συρρικνώνονται και τη συμμετοχή να φθίνει. Όταν η πολιτική εμφανίζεται ως άθροισμα σχεδιασμών για το 2028 και όχι ως απάντηση στα προβλήματα του σήμερα, οι πολίτες δεν περιμένουν την επόμενη εκλογική αναμέτρηση- απλώς γυρίζουν την πλάτη.


