Η πλειονότητα των συντροφικών σχέσεων αποδιοργανώνεται όχι τόσο από μεγάλες ρήξεις – συγκρούσεις, αλλά από μια σιωπηρή διολίσθηση σε μια αφηρημένη-μηχανιστική συνύπαρξη. Στην περίπτωση αυτή, αν και εξωτερικά, σε οικονομικά, πρακτικά και κοινωνικά ζητήματα, το ζευγάρι φαίνεται λειτουργικό, σε συναισθηματικό επίπεδο η εγγύτητα μεταξύ των δύο συντρόφων διαβρώνεται και η επικοινωνία τους γίνεται εργαλειακή. Οι συζητήσεις αναλώνονται σε καθημερινά ζητήματα. Κατά τον Τζον Γκότμαν, Αμερικανό ψυχολόγο και ομότιμο καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, ο ισχυρότερος προγνωστικός δείκτης για την ανθεκτικότητα ενός ζευγαριού είναι η ικανότητά του να ανταποκρίνεται στα «καλέσματα για σύνδεση». Αρκεί μια φράση, ένα βλέμμα, μια λεπτομέρεια. Τα ευτυχισμένα ζευγάρια έχουν καλλιεργήσει την τέχνη του να παρατηρεί ο ένας τον άλλον και να μην τον προσπερνά.
Οι νευροδιαβιβαστές της ευχαρίστησης
Ο πολιτισμός μας έχει ταυτίσει λανθασμένα την αγάπη με την ένταση. Η σκηνή ενός ζευγαριού που τσακώνεται και στη συνέχεια φιλιέται παθιασμένα μέσα στη βροχή είναι χαρακτηριστικό κάθε ρομαντικής κομεντί που θέλει να σέβεται τον εαυτό της. Ωστόσο, σε νευροβιολογική βάση τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οταν ερωτευόμαστε, ενεργοποιούνται συγκεκριμένα κυκλώματα του εγκεφάλου που συνδέονται με την ανταμοιβή και την επιβίωση.
Οι κυριότεροι νευροδιαβιβαστές που εμπλέκονται είναι:
- Η ντοπαμίνη, που αυξάνεται δραματικά και συνδέεται με την ευχαρίστηση, την ανταμοιβή και το κίνητρο. Είναι η νευροβιολογική αιτία για την οποία «τρελαινόμαστε» για τον άλλον.
- Η νοραδρεναλίνη προκαλεί αυξημένο καρδιακό ρυθμό, άγχος, αυξημένη προσοχή και την αίσθηση ότι έχουμε «πεταλούδες στο στομάχι».
- Η σεροτονίνη στην αρχή μειώνεται και γι’ αυτόν τον λόγο ο έρωτας μοιάζει συχνά με εμμονή.
- Η ωκυτοκίνη και η βαζοπρεσίνη, οι οποίες αυξάνονται με την οικειότητα και την αφή και ενισχύουν τη δημιουργία συναισθηματικού δεσμού.
Το συγκεκριμένο «χημικό κοκτέιλ» διαρκεί από 6 μήνες έως 2 χρόνια. Μετά τα επίπεδα των παραπάνω νευροδιαβιβαστών εξισορροπούνται, καθώς ο μεν εγκέφαλος επιδίωκει ομοιόσταση, διότι δεν μπορεί να λειτουργεί για πάντα σε κατάσταση υπερδιέγερσης, η δε συνήθεια μειώνει την απόκριση της ντοπαμίνης και επομένως κάτι που στο παρελθόν φαινόταν συναρπαστικό πλέον φαίνεται οικείο και αναμενόμενο.
Μετά τον έρωτα τι ακολουθεί;
Η θεμελιώδης στην ψυχολογία αρχή της εξοικείωσης εξηγεί γιατί οι συναισθηματικές κορυφώσεις δεν μπορούν να διατηρηθούν στο διηνεκές: ο εγκέφαλος προσαρμόζεται και όταν αυτό που στο παρελθόν θεωρούταν μοναδικό μετατρέπεται σε επαναλαμβανόμενο, η συναισθηματική του βαρύτητα υποχωρεί. Από το στάδιο που θα ατονίσει ο έρωτας, ο δεσμός μεταξύ των συντρόφων έχει δύο καταλήξεις.
H πρώτη, η αισιόδοξη, είναι ότι ο έρωτας να μετασχηματιστεί σε έναν σταθερότερο συναισθηματικό δεσμό, τον συντροφικό έρωτα, ο οποίος διαρκεί περισσότερο, ακόμη και για πάντα. Η δεύτερη, η απαισιόδοξη εκδοχή, είναι ο χωρισμός. Επομένως είναι απόλυτα βάσιμη η θεωρία του Ρόμπερτ Σαπόλσκι, Αμερικανού νευροενδοκρινολόγου, καθηγητή Βιολογίας, Νευροεπιστήμης και Νευροχειρουργικής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, ότι το πάθος εξαντλείται, αλλά η συντροφικότητα αντέχει.
Μια επικίνδυνη σκέψη
Η πιο διαβρωτική αντίληψη γύρω από τις συντροφικές σχέσεις είναι ότι αν είναι μια σχέση να λειτουργήσει θα λειτουργήσει από μόνη της. Αυτή η πεποίθηση δεν είναι απλώς αφελής αλλά και συναισθηματικά καταστροφική. Η έρευνα της Κάρολ Ντουέκ, καθηγήτριας Ψυχολογίας Lewis and Virginia Eaton στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, σχετικά με τις στατικές και τις αναπτυξιακές νοοτροπίες μπορεί να εφαρμοστεί με εξαιρετική ακρίβεια και στις συντροφικές σχέσεις. Τα ζευγάρια που αντιλαμβάνονται τις σχέσεις ως κάτι που «πρέπει» να είναι φυσικό και αβίαστο, έχουν μικρότερη ανθεκτικότητα μπροστά σε δυσκολίες. Αντίθετα, τα ζευγάρια που πιστεύουν ότι η αγάπη καλλιεργείται και επανεπιβεβαιώνεται, έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να παραμείνουν μαζί σε μια σχέση με ποιότητα και βάθος. Η φράση «έτσι είμαι εγώ, έτσι είσαι εσύ» δεν είναι άλλοθι, αλλά μια δικαιολογία χωρισμού.
Η σημασία της επικοινωνίας
Το κλειδί σε μια σταθερή και συναισθηματικά ώριμη σχέση είναι η επικοινωνία. Εδώ χρειάζεται να επισημάνουμε ότι δεν επικοινωνούμε για να έχουμε δίκιο, αλλά για να πλησιάσουμε τον άλλον. Κι αυτό προϋποθέτει την αποδοχή της ευαλωτότητας. Ο λόγος δεν είναι μέσο διαπραγμάτευσης αλλά εργαλείο κατανόησης.
Οι λειτουργικές μορφές επικοινωνίας σε μια σχέση περιλαμβάνουν:
(α) Καθρεφτισμό συναισθήματος («ακούω πως αυτό σε πλήγωσε»).
(β) Ρητή αναγνώριση («σε καταλαβαίνω, αν και δεν συμφωνώ»).
(γ) Παρουσία χωρίς άμυνα («μείνε λίγο μαζί μου εδώ, μη μου λύσεις το πρόβλημα»).
Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι η επικοινωνία δεν είναι τεχνική αλλά πρόκειται για στάση σχέσης. Απαιτείται κόπος να πειθαρχήσουμε στον πειρασμό της αυθόρμητης αντίδρασης και να δώσουμε χρόνο στην επαφή.
Οι επαναλήψεις που σώζουν τη σχέση
Ίσως το πιο παρεξηγημένο στοιχείο μιας ώριμης σχέσης είναι η επαναληπτικότητα. Στις ώριμες και ουσιαστικές σχέσεις η επαναληπτικότητα δεν είναι μηχανιστική ρουτίνα αλλά μάλλον τελετουργία εγγύτητας. Αυτές οι μικρές στιγμές αλληλεπίδρασης, όταν συσσωρεύονται, μεταμορφώνουν την ψυχολογική ευημερία. Για να επιτύχουμε μια τέτοια ουσιαστική σχέση αρκεί η πρόθεση και μια σταθερή στροφή προς τον άλλον. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το ουσιαστικότερο δώρο που προσφέρει μια βαθιά και ουσιαστική σχέση είναι η αίσθηση ότι υπάρχει ένας άνθρωπος στον κόσμο στον οποίο μπορούμε να είμαστε ο πραγματικός εαυτός μας χωρίς να κρύψουμε τίποτα. Οχι γιατί δεν έχουμε απαιτήσεις, αλλά γιατί η σχέση μας έχει γίνει χώρος ελευθερίας. Σε αυτή την περίπτωση, το «μαζί» δεν είναι μόνο συγκατοίκηση, αλλά κοινό νόημα.
* To θέμα δημοσιεύτηκε στο τεύχος Νο14 του ygeiamou που κυκλοφόρησε με το ΘΕΜΑ στις 2/11.

ΠΗΓΗ: ygeiamou.gr