Η απόφαση ανακοινώθηκε στο πλαίσιο της «δίκης εντός δίκης», μιας διαδικασίας που διεξήχθη για να κριθεί η νομιμότητα της συλλογής της μαρτυρίας από την Κατηγορούσα Αρχή. Η κατηγορούμενη, η οποία παρακολούθησε τη διαδικασία με τη βοήθεια μεταφραστή, αντιμετωπίζει 46 κατηγορίες που αφορούν, μεταξύ άλλων, συναλλαγές, διαφήμιση, προώθηση και παράνομη χρήση περιουσιών την περίοδο 2023-2024, καθώς και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, Νικόλας Γεωργιάδης, ανακοινώνοντας τα κύρια σημεία της απόφασης των 75 σελίδων, ανέφερε ότι το Δικαστήριο εστίασε στη νομιμότητα της κατάσχεσης των τεκμηρίων, στις περιστάσεις λήψης της έγγραφης συγκατάθεσης της κατηγορουμένης για έρευνα στις αποσκευές της και στην εξαγωγή ψηφιακού περιεχομένου.
Το Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία δέκα μαρτύρων της υπεράσπισης και των μαρτύρων κατηγορίας, έκρινε ότι ενώ η διαδικασία σύλληψης στο αεροδρόμιο ήταν κανονική, η έρευνα που ακολούθησε στα προσωπικά της αντικείμενα ήταν προβληματική. Ο κ. Γεωργιάδης επεσήμανε ότι παρόλο που η κατηγορούμενη είχε ενημερωθεί για τα δικαιώματά της στα γερμανικά και αντιλήφθηκε ότι ήταν υπό σύλληψη, η μετέπειτα έρευνα και κατάσχεση δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του νόμου και της νομολογίας.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία του αστυφύλακα που διενήργησε την έρευνα ήταν «γενική και αόριστη». Δεν διαφάνηκε, σύμφωνα με το σκεπτικό, ότι η κατάσχεση του τηλεφώνου, του σκληρού δίσκου και άλλων εγγράφων βασίστηκε σε εύλογη υποψία που να συνδέεται άμεσα με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. «Η αρχική κατάσχεση έγινε ως ρουτίνα», ανέφερε ο Πρόεδρος, προσθέτοντας ότι «οι περιστάσεις δημιουργούν αμφιβολία» και η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει τη νομιμότητα της διαδικασίας.
Το Δικαστήριο, επικαλούμενο την κυπριακή, ευρωπαϊκή, αμερικανική και καναδική νομολογία, σημείωσε την αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία η εξουσία ενός αστυνομικού για έρευνα και κατάσχεση κατά τη σύλληψη δεν μπορεί να είναι απεριόριστη. Πρέπει να υπάρχει επαρκής λόγος και άμεση σχέση μεταξύ των κατασχεθέντων και της ουσίας της υπόθεσης, κάτι που δεν τεκμηριώθηκε στην προκειμένη περίπτωση, ανέφερε.
Εντοπίστηκε επίσης παραβίαση του δικαιώματος της κατηγορουμένης σε πρόσβαση σε δικηγόρο. Παρόλο που οι αστυνομικοί κατέθεσαν ότι αυτή δεν ζήτησε συνήγορο, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δεν συνιστά έγκυρη παραίτηση από το δικαίωμά της. «Δεν δεχόμαστε ότι η φράση "δεν ζήτησε εκπροσώπηση" συνιστά παραίτηση δικαιώματος σε συνήγορο», δήλωσε ο κ. Γεωργιάδης.
Σύμφωνα με το σκεπτικό, η παραίτηση από ένα τόσο θεμελιώδες δικαίωμα πρέπει να είναι «επιούσια και να διατυπώνεται δίχως καμία αμφιβολία», με τον ύποπτο να έχει πλήρη συνείδηση των συνεπειών, κάτι που δεν αποδείχθηκε. Το Δικαστήριο τόνισε ότι η έρευνα στις αποσκευές της ήταν μια ανακριτική πράξη που σχετιζόταν με το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης. Ως εκ τούτου, η συγκατάθεση που έδωσε υπογράφοντας το σχετικό έντυπο, χωρίς την παρουσία δικηγόρου και χωρίς να της έχουν εξηγηθεί πλήρως οι συνέπειες της άρνησής της, κρίθηκε άκυρη. «Σε αυτή τη φάση παραβιάστηκαν τα συνταγματικά δικαιώματα της κατηγορουμένης. Η έρευνα και κατάσχεση σειράς τεκμηρίων ήταν ανεπίτρεπτη και αντισυνταγματική», κατέληξε το Δικαστήριο.
Αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, Άννα Ματθαίου, δήλωσε ότι «τα τεκμήρια που απορρίπτονται επηρεάζουν την υπόθεση» και ζήτησε αναβολή δέκα ημερών για να μελετήσει η Νομική Υπηρεσία τα επόμενα βήματά της.
Ο συνήγορος υπεράσπισης, Σωτήρης Αργυρού, συμφώνησε με το αίτημα της αναβολής και έθεσε αμέσως θέμα επιστροφής των κατασχεθέντων αντικειμένων (υπολογιστές, έγγραφα κ.λπ.), εφόσον αυτά κρίθηκαν μη παραδεκτά ως τεκμήρια.
Το Δικαστήριο όρισε την επόμενη δικάσιμο για τις 20 Οκτωβρίου στις 9:00 π.μ. και διέταξε όπως η κατηγορούμενη παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τότε.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ